- όνειδος
- τό1) стыд, срам; позор; 2) оскорбление, ругань
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὄνειδος — reproach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… … Dictionary of Greek
όνειδος — το ους, ατιμία, βρισιά, μομφή, ψόγος, προσβολή ηθική: Γίναμε όνειδος τουκόσμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀνείδει — ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀνείδεϊ , ὄνειδος reproach neut dat sg (epic ionic) ὄνειδος reproach neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὔνειδος — ὄνειδος , ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείδη — ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδῶν — ὄνειδος reproach neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείδεα — ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείδεος — ὄνειδος reproach neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείδεσι — ὄνειδος reproach neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείδεσιν — ὄνειδος reproach neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)